παράρω

παράρω
(ιδίως στην ξιφομαχία) αποκρούω, αμύνομαι εναντίον κάποιου («παράρω την κοπανιά» — αποκρούω το χτύπημα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. parare «αποκρούω, αποφεύγω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”